ξεινίζω

Revision as of 14:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος,    A v. ξεν-.

Greek (Liddell-Scott)

ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ξενίζω.

Greek Monolingual

ξεινίζω (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ξενίζω.

Greek Monotonic

ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιος, Ιων. αντί ξεν-.