οὐδετέρωθι

Revision as of 14:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.    A in neither place, Simp. in Cael.4.1.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδετέρωθι: Ἐπίρρ., κατ’ οὐδέτερον μέρος, Σιμπλίκιος ἐν Mus. Phil. Cambr. 2. 591.

Greek Monolingual

οὐδετέρωθι (Α)
επίρρ. σε κανένα από τα δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. εκατέρω-θι)].