παραθρίζω
English (LSJ)
A v. παραθερίζω.
German (Pape)
[Seite 479] zsgz. st. παραθερίζω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
παραθρίζω: ἴδε ἐν λ. παραθερίζω.
A v. παραθερίζω.
[Seite 479] zsgz. st. παραθερίζω, w. m. s.
παραθρίζω: ἴδε ἐν λ. παραθερίζω.