παρέσκεθον
English (LSJ)
A v. παρέχω. παρεσκευάδαται, παρερπ-άδατο, v. παρασκευάζω. παρεστάμεν, παρερπ-άμεναι, v. παρίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέσκεθον Aeol. indic. aor. act. van παρέχω.
A v. παρέχω. παρεσκευάδαται, παρερπ-άδατο, v. παρασκευάζω. παρεστάμεν, παρερπ-άμεναι, v. παρίστημι.
παρέσκεθον Aeol. indic. aor. act. van παρέχω.