παρεξηγέομαι
English (LSJ)
A misinterpret, τὸν Ἀριστοτέλην Simp.in Cael.378.29.
German (Pape)
[Seite 517] med., falsch auslegen oder erklären, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεξηγέομαι: ἀποθ., παρερμηνεύω, Κέλσ. παρὰ Ὠριγέν. Ι, 1077C, Ἰουστ. πρὸς Τρυφ. Ἰουδ. 84 ἐν τέλει, Ἀθαν. Ι. 517D, κλ.