παρηλλαγμένως

Revision as of 15:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv., (παραλλάσσω)    A differently, strangely, Plb.15.13.6, D.S.14.112.

German (Pape)

[Seite 520] adv. part. perf. pass. von παραλλάσσω, verändert, auf ungewöhnliche Weise, Pol. 15, 16, 3 D. Sic. 14, 112 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρηλλαγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ παραλλάσσω, διαφόρως, ἀσυνήθως, Πολύβ. 15. 13, 6, Διόδ. 14. 112.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με διαφορετικό τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρηλλαγμένος του παραλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

παρηλλαγμένως: [adv. к part. pf. pass. от παραλλάσσω по-иному, необычно Polyb., Diod.