A drink to excess, Hsch.
[Seite 515] (s. πίνω), unmäßig trinken, Hesych.
παρεμπίνω: πίνω εἰς ὑπερβολήν, Ἡσύχ.
Απίνω υπερβολικά, πάρα πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐμπίνω «πίνω συνεχώς»].