παυστικός

Revision as of 15:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν, = foreg. 1,    A δίψης EM543.51.

German (Pape)

[Seite 538] = dem Vorhergehenden, δίψης, E. M. 543, 51.

Greek (Liddell-Scott)

παυστικός: ἡ, όν, = τῷ προηγ., παυστικὸν δίψης Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 51.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παύω
ο κατάλληλος για κατάπαυση ή ανακούφιση, ο παυστήριοςπαυστικός δίψης», Μέγα Ετυμολογικόν).