παχύφωνος

Revision as of 15:52, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A of coarse sound, στοιχεῖον Aristid. Quint.1.21 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

παχύφωνος: -ον, ὁ παχὺς δηλ. τραχὺς κατὰ τὸν ἦχον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 46, ἐν τῷ συγκρ. -ότερος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο παχύς, δηλ. ο τραχύς ως προς τον ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος].