περικλύμενον
English (LSJ)
[ῠ], τό, A honeysuckle, Lonicera etrusca, Dsc.4.14; periclymenos, v. l. in Plin.HN27.120.
German (Pape)
[Seite 580] τό, auch περικλύμενος, ὁ, eine rankende Strauchart, vielleicht caprifolium, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
περικλύμενον: τό, αἰγόκλημα, περιπλοκάδι, Lonicera periclymenum, Διοσκ. 4. 14· periclymenon, Πλίν. 27. 94.