περιοδεύσιμος

Revision as of 16:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with circuitous ways, Gloss.

German (Pape)

[Seite 584] mit Umwegen (?).

Greek (Liddell-Scott)

περιοδεύσιμος: -ον, ὁ ἔχων δρόμους μακροὺς καὶ κυκλοτερεῖς, ὃν δύναταί τις νὰ περιοδεύσῃ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, Μ περιόδευσις
αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να περιοδεύσει.