περιπνίγω

Revision as of 16:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ],    A suffocate, Gp.6.1.2 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 588] (s. πνίγω), von allen Seiten her ersticken, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

περιπνίγω: [ῑ], πνίγω πανταχόθεν, τοὺς ἐργαζομένους (ἐν τῇ ληνῷ) μὴ περιπνίγεσθαι ἀπὸ τῆς τοῦ γλεύκους ἀναφορὰς Γεωπ. 6. 1, 2.

Greek Monolingual

Μ
πνίγω κάποιον από όλες τις πλευρές, αποπνίγω.