πιθείας

Revision as of 17:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. πιθίας.

German (Pape)

[Seite 613] ὁ, eine Lufterscheinung, von der Gestalt eines Fasses, auch πίθος, Procl. Paraphr. Ptol.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθείας: -ου, ὁ, μετέωρον ἔχον τὸ σχῆμα πίθου, Πρόκλου παράφρ. Πτολεμ. σ. 131· τὸ αὐτὸ καλεῖται πίθος ἐν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 24, pitheus παρὰ Πλιν. 2. 22, pithita παρὰ Σενέκ. Nat. Quaest. I. 14.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. πιθίας.