πηρίδιον

Revision as of 17:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of πήρα, Ar.Nu.923 (anap.), Fr.486;    A π. γνωρισμάτων Men.Epit.114, cf. Ant.Diog.6, Hld.10.9, Porph.Abst. 2.15.

German (Pape)

[Seite 611] τό, dim. vom Vorigen, Ar. Nub. 921.

Greek (Liddell-Scott)

πηρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ πήρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 923, Ἀποσπ. 410.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de πήρα.

Greek Monolingual

τὸ, Α πήρα
μικρός σάκος, σακίδιο, σακουλάκι, ταγαράκι («ἐκ πηριδίου τινὸς ὅ ἐπεφέρετο προκομίσασα», Ηλιόδ.).

Greek Monotonic

πηρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πηρίδιον: (ῐδ) τό сумочка Arph.

Middle Liddell

πηρί˘διον, ου, τό, [Dim. of πήρα, Ar.]