πομπευτήριος

Revision as of 18:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

α, ον,    A of or for a procession, D.H.Dem.32.

German (Pape)

[Seite 678] zum feierlichen Aufzuge, zur Procession gehörig, D. Hal. de vi Dem. 32 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πομπευτήριος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πομπήν, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 32.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην πομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπεύω + επίθημα -τήριος (πρβλ. βουλευ-τήριος)].