προέγγυος
English (LSJ)
ὁ, ἡ, Dor. πρώγγυος, A surety, Tab.Heracl.1.100, al., Schwyzer394(Acarnania, iv B.C.), Milet.3 No.138.39(iii B.C.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
προέγγυος: ὁ, ἡ, ἴδε προὔγγυος.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πρώγγυος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που προσφέρεται ως εγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔγγυος «εγγυητής» (< ἐγγυῶ)].