ὁ, A colleague, SIG57.1 (Milet., v B.C., pl.), 633.22 (ibid., ii B.C., pl.), prob. in IG12.22.7 (de Milesiis); οἱ π. τοῦ θεοῦ Milet.1(7).203a34 (i B.C.).
ὁ, Ασυνέταιρος, σύντροφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἑταῖρος «σύντροφος, φίλος»].