προχώρημα

Revision as of 19:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A excrement, LXX Ez.32.6.

German (Pape)

[Seite 800] τό, das, was fortschreitet. – Auch Auswurf, Excrement, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

προχώρημα: τό, διαχώρημα, περίττωμα, ἀποπάτημα, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ', 6), Ὠριγέν.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και προχώρεμα Ν προχωρῶ
περίττωμα, αποπάτημα.