πυργοειδής
English (LSJ)
ές, A like a tower, J.BJ5.5.8, D.C.74.5.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πυργοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πύργον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 8, Δίων Κ. 74, 5.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με πύργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -ειδής].