τό, A broom, Eust.1887.35, Thom.Mag.p.201 R.
[Seite 864] τό, = σάρωθρον, Lob. zu Phryn. p. 131.
σάρωτρον: τό, σάρωθρον, «σκοῦπα», Εὐστ. 1887, 35, Θωμᾶς Μάγιστρ. 547, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 131.
τὸ, Μβλ. σάρωθρο.