Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
A v. σεῖστρος.
σίστρος: ἡ, εἶδος φυτοῦ, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 160, Πλούτ. 2. 1155Ε.
ου (ἡ) :sorte de plante.Étymologie: cf. σεῖστρος.
σίστρος: ἡ систр (растение) Arst., Plut.