σεληνοειδής

Revision as of 22:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A like the moon, crescent-shaped, Cleom.2.1, Porph.Sent.29, Suid. s.v. μηνοειδής.

German (Pape)

[Seite 870] ές, mondartig, mondförmig, Suid. v. μηνοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνοειδής: -ές, ὁ ὅμοιος τῇ σελήνῃ, ἔχων τὸ σχῆμα αὐτῆς, Κλεομήδ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το σχήμα της Σελήνης, μηνοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -ειδής].