σελινοειδής

Revision as of 22:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A like celery, Thphr.HP3.12.5.

German (Pape)

[Seite 870] ές, eppichartig, -ähnlich, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σελῑνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σέλινον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5.

Greek Monolingual

-ές, Α
όμοιος με σέλινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + -ειδής].