σκολυμώδης

Revision as of 22:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A like a σκόλυμος, φύλλον Thphr.HP7.4.5, cf. 9.12.2.

German (Pape)

[Seite 902] ες, von der Art, Gestalt des σκόλυμος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκολῠμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σκόλυμον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7.4, 5.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σκόλυμος
όμοιος με το φυτό σκόλυμος («σκολυμῶδες φύλλον», Θεόφρ.).