σπαρτέον
English (LSJ)
(σπείρω) A one must sow, Gp.2.13.2.
Greek (Liddell-Scott)
σπαρτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ σπείρω, πρέπει να σπείρῃ τις, Κλήμ. Ἀλ. 188.
(σπείρω) A one must sow, Gp.2.13.2.
σπαρτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ σπείρω, πρέπει να σπείρῃ τις, Κλήμ. Ἀλ. 188.