σπεκλάριον

Revision as of 22:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,= sq. 2, PHolm.4.28: hence σφεκλαράριος, ὁ,= Lat.    A speculararius, Supp.Epigr.7.197 (Berytus, v/vi A.D.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος στιλπνού σχιστολίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέκλον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].