στενόπρωκτος

Revision as of 22:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A narrow-rumped, Phot.

German (Pape)

[Seite 935] mit schmalem Hinterm, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

στενόπρωκτος: -ον, ὁ ἔχων στενὸν πρωκτόν, Φώτ.

Greek Monolingual

Μ
(κατά τον Φώτ.) «ὁ στενὸν πρωκτὸν ἔχων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πρωκτός.