στεφών

Revision as of 22:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὑψηλός, ἀπόκρημνος, Hsch.: as Subst.,    A summit of range of hills, ὡς ὁ σ. περιφέρει κύκλῳ Schwyzer 709.8 (Ephesus, iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

στεφών: «ὑψηλός, ἀπόκρημνος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «ὑψηλός, ἀπόκρημνος»
2. ως ουσ. κορυφή βουνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. -ών (πρβλ. ταφ-ών)].