στραγγίας

Revision as of 23:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

πυρός, ὁ, a kind of    A wheat, Thphr.CP3.21.2.

German (Pape)

[Seite 950] ὁ, πυρός, eine Weizenart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγίας: πυρός, ὁ, εἶδος σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, -γγός «σταγόνα» + επίθημα -ίας (πρβλ. πυρρ-ίας)].