στοιχιαῖος

Revision as of 23:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

α, ον,    A equal to one row or course, in masonry, ὑπερτόναια . . πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα IG22.463.57.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν σειρὰν ἢ στρῶμα, ἐν τοιχοδομία, Ἐπιγρ. παρὰ Müller Munim. Ath. σ. 36.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(δομ.) αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... πάχος στοιχιαῑα, μῆκος ὀκτώποδα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ποδ-ιαῖος)].