στικτέον
English (LSJ)
A one must put a punctuation mark (στιγμή), Sch.Il.2.173, al.
Greek (Liddell-Scott)
στικτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ θέσῃ στιγμήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 173, κ. ἀλλ.
A one must put a punctuation mark (στιγμή), Sch.Il.2.173, al.
στικτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ θέσῃ στιγμήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 173, κ. ἀλλ.