συγγείτνιος

Revision as of 23:18, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A neighbouring, CPR206.9 (ii A.D.).

Greek Monolingual

-ον, Α
συγγείτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτνιος «γειτονικός»].

Greek Monolingual

-ον, Α
συγγείτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτνιος «γειτονικός»].