συναιγλία

Revision as of 23:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. συναικλία. συναΐδιος· συνυπάρχων, Hsch.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.