συστρόφως

Revision as of 08:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.    A briefly, prob. in Men.Kith.92.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. συντόμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστροφή «συντομία, βραχυλογία», μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. σύστροφος].