τεράτευμα

Revision as of 08:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A juggling trick, Ar.Lys.762, D.H.2.19, etc.

German (Pape)

[Seite 1092] τό, Gaukelei, Ar. Lys. 762.

Greek (Liddell-Scott)

τεράτευμα: τό, τετατούργημα, τετατολόγημα, Ἀριστοφ. Λυσ. 762, Διον. Ἁλ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
prestige, duperie.
Étymologie: τερατεύομαι.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ τερατεύομαι
τερατούργημα.

Russian (Dvoretsky)

τεράτευμα: ατος (ρᾰ) τό надувательство, обман Arph.