A v. τυγχάνω.
τετύχηκα: ἴδε ἐν λ. τυγχάνω.
pf. de τυγχάνω.
see τυγχάνω.
τετύχηκα: παρακ. του τυγχάνω.
τετύχηκα: pf. к τυγχάνω.