τζάγγη

Revision as of 08:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ, a kind of    A shoe, misi . . zancas de nostris Parthicas paria tria, Gallienus ap. Trebell.Claud.17; usum tzangarum . . intra urbem . . nemini liceat usurpare, Cod.Theod.14.10.2.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. zanca, λ. παρθικής προέλευσης. Τα υποδήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν αρχικά από τους βασιλείς της Περσίας, αργότερα δε και από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες].