τοιχοδομέω
English (LSJ)
A build walls, IG7.422 (Oropus, iv B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
τοιχοδομέω: οἰκοδομῶ τοῖχον, Ἐπιγρ. Ὠρωποῦ ἐν Bul. de cor. hel. III, σ. 437.
A build walls, IG7.422 (Oropus, iv B. C.).
τοιχοδομέω: οἰκοδομῶ τοῖχον, Ἐπιγρ. Ὠρωποῦ ἐν Bul. de cor. hel. III, σ. 437.