τορνευτικός
English (LSJ)
ή, όν, A of or for turning on a lathe: ἡ -κή (sc. τέχνη) v.l. for τορευ- in M.Ant.5.1.
German (Pape)
[Seite 1130] zum Drehen, Drechseln gehörig, geschickt, M. Ant. 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
τορνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἡ ἁρμόζων εἰς τὸ τορνεύειν, στρέφειν τὸν τόρνον· ἡ τορνευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τορνευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τορνεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορνευτή («τορνευτικά εργαλεία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τορνευτική
η τέχνη του τορνευτή.