ον, (εἶδος IV) A composed of three ingredients, ἔμπλαστρος Aët.15.15: cf. ἑξάειδος, ἑπτάειδος, τετράειδος.
-ον, Ασυντεθειμένος από τρία υλικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + εἶδος.