τριακοντάπους

Revision as of 09:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό,    A of thirty feet, βάθος D.H.9.68.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκοντάπους: οδος, ὁ, ἡ, ἔχων μῆκος, ὕψοςβάθος τριάκοντα ποδῶν, Διον. Ἁλ. 9. 68.

Greek Monolingual

και τριακοντόπους, -οδός, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει μήκος ή ύψος ή βάθος τριάντα ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πούς, ποδός].