τρισκαίδεκα

Revision as of 09:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

and compds.,    A v. τρεισκαίδεκα and compds.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκαίδεκα: ἴδε τρεισκαίδεκα.

French (Bailly abrégé)

c. τρεισκαίδεκα.

Greek Monolingual

οἱ, αἱ, τὰ, ουδ. και τριακαίδεκα, Α
βλ. τρεισκαίδεκα.

Greek Monotonic

τρισκαίδεκα: βλ. τρεισ-καίδεκα.

Russian (Dvoretsky)

τρισκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά Hom. etc. = τρεισκαίδεκα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισκαίδεκα zie τρεισκαίδεκα.