τροφιά
English (LSJ)
ἡ, A = σποδιά, Erot. s.v. τροφιωδέων.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η σποδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή /τροφός + κατάλ. -ιά (πρβλ. σποδ-ιά)].
ἡ, A = σποδιά, Erot. s.v. τροφιωδέων.
ἡ, Α
η σποδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή /τροφός + κατάλ. -ιά (πρβλ. σποδ-ιά)].