φθάζω

Revision as of 09:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = φθάνω, Sch.A.R.2.1219.

Greek Monolingual

ΜΑ
φθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. φθάνω σχηματισμένος από τον μέλλ. φθάσω].