φιλοπρόβατος

Revision as of 09:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A loving sheep, IG2.2453.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπρόβᾰτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ πρόβατα, χωρεῖν ἐπὶ τὴν μάνδραν τοῦ σωτῆρος ἔρωτι τῆς σύριγγος τοῦ φιλοπροβάτου ποιμένος Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. σ. 48Β, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ποιμένα) αυτός που αγαπά τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πρόβατος (< πρόβατον), πρβλ. μισο-πρόβατος].