φιλόμβροτος
English (LSJ)
ον, A pleasing to mortals, Max.456, Orph.Fr.280.
German (Pape)
[Seite 1282] Menschen liebend, Maxim. 456.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόμβροτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς βροτούς, δηλ. τοὺς θνητούς, Μάξιμ. π. καταρχ. 456.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τους ανθρώπους, φιλάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο μροτός), πρβλ. τερψί-μβροτος].