φιλόμβροτος

Revision as of 09:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A pleasing to mortals, Max.456, Orph.Fr.280.

German (Pape)

[Seite 1282] Menschen liebend, Maxim. 456.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμβροτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς βροτούς, δηλ. τοὺς θνητούς, Μάξιμ. π. καταρχ. 456.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τους ανθρώπους, φιλάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο μροτός), πρβλ. τερψί-μβροτος].