φιλόπευστος

Revision as of 09:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = φιλοπευθής, Phot., Suid. (nisi leg. -πευστικός).

German (Pape)

[Seite 1283] = φιλοπευθής, Phot.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «φιλοπευθής, ἡδέως μανθάνων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πευστός (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. -πευστος].