φιλόκομος

Revision as of 09:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A fond of one's hair, D.Chr.Κομ. Ἐγκ. p.386 B.

German (Pape)

[Seite 1281] sein Haar liebend, pflegend, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκομος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ κόμην, Δίων Χρυσ. παρὰ Συνεσ. 64D, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που αγαπά και περιποιείται πολύ τα μαλλιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κομος (< κόμη), πρβλ. ἀκρό-κομος].