χαριτόφωνος

Revision as of 10:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with gracious voice, Philox.8.

German (Pape)

[Seite 1339] mit anmuthiger, lieblicher, reizender Stimme, Philox. bei Ath. XIII, 564 e.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν πλήρη χάριτος, Γαλάτεια, χαριτόφωνε κάλλος ἐρώτων Φιλόξεν. παρ’ Ἀθην. 564Ε.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει γοητευτική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό-φωνος, χαλκεό-φωνος].