χλαινοθήρας

Revision as of 10:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A = λωποδύτης, Eust.1863.59.

German (Pape)

[Seite 1358] ὁ, der auf Mäntel Jagd macht, Mänteldieb, Phryn.

Greek (Liddell-Scott)

χλαινοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων χλαίνας, κλέπτης τῶν χλαινῶν, ὡς τὸ λωποδύτης, Φρύν. (;)

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κλέβει χλαίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλαίνα + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λινο-θήρας, σωληνο-θήρας].